χερσονησώδης

χερσονησώδης
χερσονησ-ώδης, ες, later [pref] χερρ-,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χερσονησώδης — και αττ. τ. χερρονησώδης, ῶδες, Α [χερσόνησος /χερρόνησος] ο χερσονησοειδής*, αυτός που έχει το σχήμα χερσονήσου …   Dictionary of Greek

  • χερρονησώδης — ῶδες, Α βλ. χερσονησώδης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”